Κύψελα

Κύψελα
Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Πόλη της Θράκης, στη συμβολή του ποταμού Έβρου και του παραπόταμού του Αγριάνου, Δ της Κισσάνης. Σύμφωνα με τη μυθολογία, την πόλη ίδρυσε ο Κύψελος, γιος του Ιξίωνα και εγγονός του Φλεγύα, του βασιλιά των Λαπιθών. Το 386 π.Χ. ο Ευρύξελμις, βασιλιάς των Οδρυσών της Θράκης, όρισε τα Κ. πρωτεύουσα της χώρας του και τον ίδιο χρόνο συμμάχησε με τους Αθηναίους. Το 260 π.Χ. ο Αντίοχος Β’ της Συρίας κατέλαβε τα Κ. και το 200 π.Χ. τα κυρίευσε ο Φίλιππος Ε’ της Μακεδονίας. 2. Φρούριο της αρκαδικής Παρρασίας, που βρισκόταν μεταξύ Μεσσηνίας, Τριφυλίας της Ηλειακής, Λακωνικής Σκιρίτιδας και Μεγαλοπολίτιδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυψέλας — κυψέλᾱς , κυψέλη any hollow vessel fem acc pl κυψέλᾱς , κυψέλη any hollow vessel fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Greek exonyms — Below is a list of modern day Greek language exonyms for European places outside Greece. Place names that are not mentioned are generally referred to in Greek by their respective names in their native languages, or at the closest pronunciation a… …   Wikipedia

  • Kypsela — (griechisch Κύψελα, lateinisch Cypsela) ist in der antiken Geographie: eine Stadt in Thrakien, das heutige İpsala in der Türkei ein auf einen erloschenen Bischofssitz in dieser Stadt zurückgehendes Titularbistum, siehe Cypsela eine Festung in der …   Deutsch Wikipedia

  • İpsala — Vorlage:Infobox Ort in der Türkei/Wartung/Landkreis İpsala Hilfe zu Wappen …   Deutsch Wikipedia

  • αδαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός (4ος αι. π.Χ.) των μισθοφόρων του Φιλίππου B’ της Μακεδονίας, γνωστός με την προσωνυμία Αλεκτρυών. Σκοτώθηκε στα Κύψελα του Έβρου, σε μάχη εναντίον των Αθηναίων. 2. Συγγραφέας (3ος αι. π.Χ.) από τη Μυτιλήνη …   Dictionary of Greek

  • Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …   Dictionary of Greek

  • Βονιφάτιος ο Μομφερατικός — (1154 – 1207). Αρχηγός της Δ’ Σταυροφορίας. Ο Β., γιος του Γουλιέλμου Β’, ήταν προικισμένος με εξαιρετικές πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες και διακρινόταν για την αγάπη του προς τις καλές τέχνες, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των βιογράφων του.… …   Dictionary of Greek

  • Εγνατία οδός — I (Via Egnatia). Ρωμαϊκή οδός στρατιωτικής και εμπορικής σημασίας, που κατασκευάστηκε κατά τα τέλη του 2ου αι. π.Χ., ενώνοντας τη Δύση με την Ανατολή. Είχε μήκος περίπου 800 χλμ., ξεκινούσε από την Απολλωνία και το Δυρράχιο, στις ακτές της… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • κυψέλαι — κυψέλη any hollow vessel fem nom/voc pl κυψέλᾱͅ , κυψέλη any hollow vessel fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”